- ῥαιστήρι'
- ῥαιστήρια , ῥαιστήριοςsmashingneut nom/voc/acc plῥαιστήριε , ῥαιστήριοςsmashingmasc voc sgῥαιστήριαι , ῥαιστήριοςsmashingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥαιστῆρι — ῥαιστήρ smasher masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσαλεύω — και πατταλεύω, ΜΑ [πάσσαλος] μσν. (σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω αρχ. 1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.) 2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο … Dictionary of Greek